-
1 πρώτα
πρώτᾱ, πρότεροςbefore: fem nom /voc /acc dualπρώτᾱ, πρότεροςbefore: fem nom /voc sg (doric aeolic)πρώτᾱ, πρῶτοςbefore: fem nom /voc /acc dualπρώτᾱ, πρῶτοςbefore: fem nom /voc sg (doric aeolic)——————πρώτᾱͅ, πρότεροςbefore: fem dat sg (doric aeolic)πρώτᾱͅ, πρῶτοςbefore: fem dat sg (doric aeolic) -
2 πρῶτα
-
3 πρωτα
Iτά [pl. к πρῶτον См. πρωτον]1) начало(τὰ π. τῆς Ἰλιάδος Plat.)
2) (sc. ἆθλα) первая награда Soph.τὰ π. λαμβάνειν Hom. — взять первую награду (в состязаниях)
II(τά) adv. = πρῶτον См. πρωτον -
4 πρώτα
-
5 πρῶτα
-
6 πρώτα
επίρρ.1) сперва, сначала, в первую очередь;πρώτα άκουσε κι' υστέρα κρίνε — сначала послушай, а потом суди;
πρώτα εσύ κι' υστέρα εγώ — сперва ты, а потом я;
πρώτα πρώτα в первую очередь;
2) раньше, прежде;εδώ πρώτα δεν ήταν έτσι — здесь раньше так не было;
απ' όλα — прежде всего;σαν πρώτα — как раньше
-
7 πρωτά
πρωτόςdestined: neut nom /voc /acc plπρωτά̱, πρωτόςdestined: fem nom /voc /acc dualπρωτά̱, πρωτόςdestined: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
8 πρώτᾳ
Βλ. λ. πρώτα -
9 Πρώτα βγαίνει η ψυχή και ύστερα το χούι
– Η έξη είναι η δεύτερη φύση– Η συνήθεια κάνει νόμο– Πρώτα βγαίνει η ψυχή και ύστερα το χούι• Привычка – вторая натураИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Πρώτα βγαίνει η ψυχή και ύστερα το χούι
-
10 Πρώτα βγαίνει η ψυχή του ανθρώπου και μετά το χούι του
Сначала душа оставляет человека, а затем его привычки• Человек тяжело расстается со своими привычкамиИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Πρώτα βγαίνει η ψυχή του ανθρώπου και μετά το χούι του
-
11 πρῶτα
первыепервоеΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πρῶτα
-
12 πρώτα
[прота] επίρ сперва, сначала, прежде, раньше. -
13 πρώτα
ilkin, önce, baştan, ilkönce -
14 τα-πρῶτα
-
15 συμ-πρῶτα
-
16 Ο παπάς πρώτα τα γένια του ευλογάει
– Πιο κοντά είναι το στόμα μου, παρά το δικό σου• Своя рубашка ближе к телуИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο παπάς πρώτα τα γένια του ευλογάει
-
17 Κάνε πρώτα μια δουλειά κι ύστερα καυχήσου
• Не хвались, едучи на рать, а хвались, едучи с ратиИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάνε πρώτα μια δουλειά κι ύστερα καυχήσου
-
18 Στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα
• Если б знал, где упал, солому подстелил бы• Знал бы прикуп, жил бы в Сочи• Хорошая мысля приходит опосляИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα
-
19 Υστερινή μου γνώση να σ'είχα πρώτα
• Задним умом крепокИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Υστερινή μου γνώση να σ'είχα πρώτα
-
20 πρώτας
πρώτᾱς, πρότεροςbefore: fem acc plπρώτᾱς, πρότεροςbefore: fem gen sg (doric aeolic)πρώτᾱς, πρῶτοςbefore: fem acc plπρώτᾱς, πρῶτοςbefore: fem gen sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
πρώτα — πρώτᾱ , πρότερος before fem nom/voc/acc dual πρώτᾱ , πρότερος before fem nom/voc sg (doric aeolic) πρώτᾱ , πρῶτος before fem nom/voc/acc dual πρώτᾱ , πρῶτος before fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώτᾳ — πρώτᾱͅ , πρότερος before fem dat sg (doric aeolic) πρώτᾱͅ , πρῶτος before fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώτα — επίρρ. χρον., 1. καταρχήν, κατά πρώτο και για επίταση πρώτα πρώτα: Πρώτα ν ακούς και μετά να κρίνεις. 2. προηγουμένως, πριν, άλλοτε: Σαν πρώτα ορθή στεφανωμένη, με δάφνες (Μαβίλης). 3. πριν απ όλα, προπαντός: Πρώτα να τελειώσεις τις σπουδές και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωτά — πρωτός destined neut nom/voc/acc pl πρωτά̱ , πρωτός destined fem nom/voc/acc dual πρωτά̱ , πρωτός destined fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώτα — Ν επίρρ. βλ. πρώτος … Dictionary of Greek
πρῶτα — πρότερος before neut nom/voc/acc pl πρῶτος before neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώτας — πρώτᾱς , πρότερος before fem acc pl πρώτᾱς , πρότερος before fem gen sg (doric aeolic) πρώτᾱς , πρῶτος before fem acc pl πρώτᾱς , πρῶτος before fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρῶθ' — πρῶτα , πρότερος before neut nom/voc/acc pl πρῶτε , πρότερος before masc voc sg πρῶται , πρότερος before fem nom/voc pl πρῶτα , πρῶτος before neut nom/voc/acc pl πρῶτε , πρῶτος before masc voc sg πρῶται , πρῶτος before fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρῶτ' — πρῶτα , πρότερος before neut nom/voc/acc pl πρῶτε , πρότερος before masc voc sg πρῶται , πρότερος before fem nom/voc pl πρῶτα , πρῶτος before neut nom/voc/acc pl πρῶτε , πρῶτος before masc voc sg πρῶται , πρῶτος before fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώται — πρώτᾱͅ , πρότερος before fem dat sg (doric aeolic) πρώτᾱͅ , πρῶτος before fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώταν — πρώτᾱν , πρότερος before fem acc sg (doric aeolic) πρώτᾱν , πρῶτος before fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)